- κροκωτοφορέω
- κροκωτοφορ-έω,A wear the κροκωτός, Ar.Lys.44, 219.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκωτοφοροῦσα — κροκωτοφορέω wear the pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτοφοροῦσαι — κροκωτοφορέω wear the pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)